- καταδίκη
- condamnation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καταδίκη — judgement given against fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκῃ — καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek
καταδίκη — η 1.απόφαση του δικαστηρίου εναντίον κάποιου: Άκουσε την καταδίκη του ατάραχος. 2. τιμωρία, ποινή: Η ζωή της μ αυτόν το μεθύστακα ήταν μια καταδίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδίκαι — καταδίκη judgement given against fem nom/voc pl καταδίκᾱͅ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκηι — καταδίκῃ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικᾶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc nom … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικῶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg καταδικάζω give judgement fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταδικάζω give… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκαις — καταδίκη judgement given against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκην — καταδίκη judgement given against fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκης — καταδίκη judgement given against fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)